- κατουδαίος
- κατουδαῑος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, υπόγειος.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. κατ' οὖδας «κάτω από το έδαφος» ή < κατ(α)-* + οὐδαῖος (< οὖδας «χώμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατουδαῖοι — κατουδαῖος under the ground masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουδαίοιο — κατουδαί̱οιο , κατουδαῖος under the ground masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουδαίους — κατουδαί̱ους , κατουδαῖος under the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουδαίων — κατουδαί̱ων , κατουδαῖος under the ground masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουδαίῳ — κατουδαί̱ῳ , κατουδαῖος under the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)